- ἰπνίον
- ἰπν-ίον, τό, Dim. of ἰπνός, Dieuch. ap. Orib.4.5.2.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ιπνίον — ἰπνίον, τὸ (Α) υποκορ. τού ιπνός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰπνός + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. παιδ ίον)] … Dictionary of Greek
ἰπνίον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιπνός — ἰπνός, ὁ (ΑΜ) κλίβανος, φούρνος, καμίνι («ὅτι ἐπὶ ψυχρὸν τὸν ἰπνὸν Περίανδρος τοὺς ἄρτους ἐπέβαλε», Ηρόδ.) αρχ. 1. κυρίως ο κλίβανος με τον οποίο θέρμαιναν το νερό στα βαλανεία (λουτρά) και συνεκδ. ο χώρος στον οποίο βρισκόταν ο κλίβανος, το… … Dictionary of Greek
ἰπνίου — ἴπνιος of an oven masc/neut gen sg ἰπνίον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰπνίῳ — ἴπνιος of an oven masc/neut dat sg ἰπνίον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)